- κοπίδας
- κοπίςchopperfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς … Dictionary of Greek
ράκετρον — και αιολ. τ. βράκετον, τὸ, Α 1. είδος κοπίδας μάγειρα ή κρεοπώλη 2. (μόνον ο τ. βράκετρον) (κατά τον Ησύχ.) «δρέπανον, κλαδευτήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος* + επίθημα τρον πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *ῥακέω, ενώ ο τ. βράκετον < ῥάκετρον με… … Dictionary of Greek